Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Οι Ρωμηοί (Κατα Γ. Σουρη)

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ. Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική. Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις ! ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές, κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις, καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές. Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω, καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ, καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί. Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο, κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ, τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω, κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ. Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω, ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ... Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω, κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ. Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει. Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ, τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει, καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ. Μα σαν επέθανα Θεούλη μου, τί σοῦ ῾λθε νὰ μ᾿ ἁγιάσεις; νομίζεις πῶς θὰ μ᾿ ἔμελλε καθόλου, ἂν ἤθελες κι ἐμένα νὰ κολάσεις καὶ μ᾿ ἔστελνες παρέα τοῦ διαβόλου; Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια, χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό, διαβάζω συναξάρια, παραμύθια, κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά, μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια, νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά! Σὺ κυβερνᾷς γιὰ πάντα μὲ γαλήνη κι ὥρα ἀπ᾿ τὸ θρόνο σου δὲ πέφτεις... Ἂς ἦταν δυνατὸν Θεὸς νὰ γίνει καὶ ἄλλος σὰν ἐσένα, λίγο ψεύτης, νὰ μοιρασθεῖ τῶν οὐρανῶν τ᾿ ἀσκέρι, νὰ πᾶνε καὶ μ᾿ ἐκεῖνον οἱ μισοί, νά ῾ρχεται αὐτός, νὰ πέφτεις σύ, νὰ γίνεται λιγάκι νταραβέρι... Μὰ ὅλα ἐδῶ εἶναι τακτικά, ὁ οὐρανὸς Θεὸ ἐσένα ξέρει, καὶ δὲ μιλοῦν πολιτικά! Ἐδῶ ποὺ μ᾿ ἡσυχία ὅλοι ζοῦνε, γιὰ μένα εἶναι κόλαση μεγάλη, πολιτικὰ τ᾿ αὐτιά μου ἂς ἀκοῦνε, κι ἂς εἶμαι καὶ στὴ κόλαση, χαλάλι! Ἂν εἶχες εἰς τὸ νοῦ νὰ μὲ κολάσεις, καὶ μ᾿ ἔφερες κοντά σου γιὰ ποινή, νά! κόλαση γιὰ ῾μὲ ἀληθινή... Μά, φθάνει πιά, Θεέ μου, μὴ μὲ σκάσεις, καὶ διῶξε με στὸ λέω παστρικά, γιατὶ ἀλλιῶς στιγμὴ δὲ θὰ ῾συχάσεις... Μονάχος θὰ μιλῶ πολιτικά! Και μια ματιά στην ιστορία μας που όπως λένε " Οσοι λαοί δεν θυμούνται την ιστορία τους είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν" Βρισκόμαστε στὰ τέλη τοῦ 1894, ἕνα χρόνο μετὰ τὸ «Δυστυχῶς ἐπτωχεύσαμεν». Παρὰ τὴ σταθερὴ κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, ἡ κυβέρνηση Τρικούπη εἶναι ἀναγκασμένη νὰ ἐπιβάλει ἐπαχθεῖς φόρους γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὴν ὑπερχρέωση τῆς χώρας. Στὸ φύλλο 486 τοῦ Ρωμηοῦ (12 Νοεμβρίου 1894), ὁ Φασουλὴς καὶ ὁ Περικλέτος, φιγοῦρες ἀπὸ τὸ κουκλοθέατρο καὶ μόνιμοι ἥρωες τοῦ Ρωμηοῦ, σχολιάζουν τὸ μέγα θέμα τῆς ἐπικαιρότητας, τὴν ἀπόφαση γιὰ τέλεση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τὸ 1896 στὴν Ἑλλάδα. -- Θάρρος, καημένε Περικλῆ, κι ἡ μέρα ξημερώνει ποὺ θὰ ξυπνήσουν τὴν ἠχὼ τῶν λόφων τῶν ἐρήμων παιᾶνες νέων ἀθλητῶν καὶ παλαιστῶν ἀλκίμων, ἀπὸ παντοῦ τῆς ράτσας μας θὰ φθάσουν θιασῶται, προσπάθησε δέ, Περικλῆ, νὰ ζήσῃς ἕως τότε κι ὅλων τῶν ζῴων τοὺς ὀροὺς νὰ πίνεις μονορούφι, ἀλλιῶς καθένας θὰ σὲ πεῖ μισέλληνα μαγκούφη, ποὺ βρῆκες τὴν περίσταση γιὰ νὰ τὰ κακαρώσεις πρὶν τῶν ἰοστεφάνων μας τὶς φέστες καμαρώσεις. -- Θὰ κάνω κούρα, Φασουλῆ, μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει γιὰ νὰ προφθάσω ζωντανὸς τὸ ἐνενηνταέξη -- Ἦλθε κι ὁ φίλος Κουβερτέν, ὁ Γάλλος ὁ Βαρόνος, καὶ στοῦ Συλλόγου «Παρνασσοῦ» ἐφώναξε τὸ βῆμα πὼς τὴν Ἐλλάδ᾿ ἀθάνατος τὴν περιμένει χρόνος κι οἱ δόξες θάβγουν οἱ παλιὲς μέσ᾿ ἀπὸ κάθε μνῆμα. Κι ἐγὼ ποὺ λὲς ἐστάθηκα στὸν ρήτορα καρσὶ κι αὐτὸς μιλοῦσε, μάτια μου, τὰ Γαλλικὰ φαρσί, κι ἐγὼ ποὺ τὸ κατάφερα νὰ μὴν τὸν καταλάβω ἐφώναξα μὲ τοὺς λοιποὺς «Βαρόνε, μπράβο, μπράβο», καὶ λόγ᾿ ἠκούσθησαν θερμοὶ στομάχων κεχηνότων κι ὅλοι τὸν χειροκρότησαν οἱ Μαραθωνομάχοι, γιὰ νἆναι δέ, βρὲ Περικλῆ, φιλέλλην ἐκ τῶν πρώτων Ἑλληνικὰ χρεώγραφα πιστεύω πὼς δὲν θἄχη. (...) Καὶ μὴ νομίζῃς Περικλῆ, πὼς μπόλικον Ἀργύρη προθύμως θὰ ξοδέψωμε γι᾿ αὐτὸ τὸ πανηγύρι. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες μηδεμιὰ δὲν θὰ γενῆ θυσία, μὲ χρήματα τὴν δόξα τῶν δὲν θὰ τὴν κηλιδώσωμε, καὶ τούτους θὰ τοὺς βγάλωμε εἰς τὴν δημοπρασία κι ὅποιος τοὺς πάρει πιὸ φτηνὰ σ᾿ ἐκεῖνον θὰ τοὺς δώσωμε. Ἡ μὲν Ἑλλὰς τὸ Στάδιον προσφέρει τῶν προγόνων κι ἂς δώσουν ἄλλοι τὸν παρᾶ πρὸς πέρας τῶν ἀγώνων.